- πενθημιπόδιος
- πενθημῐ-πόδιος, α, ον,A consisting of five half-feet, i.e. of 2 1/2 feet, X. Oec.19.3,5, IG22.1682.11, Milet.7.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθημιπόδιος — ία, ον, Α (για το βάθος ορύγματος) αυτός που αποτελείται από πέντε ημιπόδια, δηλ. από δυόμισυ πόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμιπόδιον] … Dictionary of Greek
πενθημιποδίου — πενθημιπόδιος consisting of five half feet masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)